- σπινθήρισμα
- σπινθήρισμα, το και σπινθηρισμός, οεκπομπή σπινθήρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπινθήρισμα — το, Ν [σπινθηρίζω] σπινθηρισμός … Dictionary of Greek
Φεντό, Ζορζ — (Feydeau, Παρίσι 1862 – Ριέιγ, Παρίσι 1921). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως συγγραφέας μονολόγων και εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του ως κωμωδιογράφου με τον Ράφτη κυριών (1886)· ακολούθησε μια μακρά και γόνιμη συνεργασία με τον… … Dictionary of Greek